-
1 Address
subs.P. and V. πρόσρησις, ἡ, λόγος, ὁ, P. πρόσρημα, τό, V. πρόσφθεγμα, τό, προσφώνημα, τό.Public speech: P. and V. λόγος, ὁ, P. δημηγορία, ἡ.Address to troops before battle: see Exhortation.Skill: P. and V. τέχνη.Addresses, courting: P. θεραπεία, ἡ.——————v. trans.P. and V. προσαγορεύειν, προσειπεῖν ( 2nd aor.), V. αὐδᾶν, προσαυδᾶν, προσφωνεῖν, προσφθέγγεσθαι, ἐννέπειν, προσεννέπειν, προσηγορεῖν.That I might come to address the goddess Pallas in prayer: V. Παλλάδος θεᾶς ὅπως ἱκοίμην εὐγμάτων προσήγορος (Soph., Ant. 1184).Addressed by whom? V. τῷ προσήγορος; (Soph., Phil. 1353).Of a general addressing troops: P. παρακελεύεσθαι (dat. or absol.); see Exhort.Address oneself to: P. and V. τρέπεσθαι (πρός, ἐπί, εἰς, acc.), ἔχεσθαι (gen.), νοῦν προσέχειν (dat.), καθίστασθαι εἰς (acc.).Consult: P. and V. ἐπέρχεσθαι (acc.).The servants all addressed their hands to work: V. δμῶες πρὸς ἔργον πάντες ἵεσαν χέρας (Eur., El. 799).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Address
См. также в других словарях:
προσήγορος — ον, και δωρ. τ. ποτάγορος, Α 1. αυτός που προσαγορεύει, που προσφωνεί κάποιον («παλλάδος θεᾱς ὅπως ἱκοίμην εὐγμάτων προσήγορος», Σοφ.) 2. (για τις μαντικές βαλανιδιές τής Δωδώνης) αυτές που απευθύνουν τον λόγο στους θεωρούς, που με το θρόισμά… … Dictionary of Greek